19.10.13

Ο αρκούδος


Ο κύριος Τ. ηταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι γυμνός με ενα φαρδύ αστείο μποξεράκι. Ηταν γύρω στα πενήντα μικρόσωμος και χοντρούλης σκεπασμένος από ένα πυκνό τρίχωμα που τον κάλυπτε σε όλο το κορμί.  Η Α. όταν τον ειδε αναφώνησε γεμάτη έκπληξη και άπλωσε τα χέρια να τον χαϊδέψει. «ωωω ποσο μ’ αρέσουν τα τριχωτά αρκουδάκια» του είπε. Τον αγκάλιασε και άρχισε να τρίβεται στο πυκνό τρίχωμα της κοιλιάς του, γουργουρίζοντας σαν γατούλα. Επειτα γδύθηκε, ελευθέρωσε τα βυζιά της και τρίφτηκε πάνω στο τριχωτό στέρνο του. Στην θέα των κρεμασμένων μασταριών της ο τυπος, γούρλωσε τα μάτια, τα άρπαξε με δύναμη και φώναξε «βυζαρου μου εσυ, ελα να σε βυζάξω»

Εκείνη τοτε χαμογελώντας τον σκέπασε στο πρόσωπο κι αυτός ξετρελαμένος δεν σταματούσε να ρουφάει και να βυζαίνει. «ωω τον γλυκουλη μου ετσι μπράβο πιες το γαλατάκι σου να μεγαλώσεις» Υστερα τραβήχτηκε απο το στόμα του και σύρθηκε αργά φτάνοντας χαμηλά στην κοιλιά του «μμμ για να δούμε τι έχει κρυμμένο εδω το αρκουδάκι μου, του είπε» και πέρασε το χερι κάτω από το αστείο μποξεράκι «μμμ τι χοντρούλικο που είναι το αρκουδάκι μου» Ανυπόμονα το κατέβασε και μια χοντροκομμένη σκουρόχρωμη ψωλή μ' ένα στρογγυλεμένο πουτσοκεφαλο ξεπετάχτηκε ανάμεσα από ένα πυκνό θάμνο από πουτσοτριχες. Ηταν ένα αστείο θέαμα αυτό που έβλεπες αλλα προκαλούσε δέος από τη διάμετρο που ειχε. 

Αφου την περιεργάστηκε και την έπαιξε για λιγο με τα χέρια της, βούτηξε και τρίφτηκε με το πρόσωπο πανω στη χοντροπουτσα. Υστερα εβγαλε την γλώσσα και άρχισε να τη πιπιλάει και να την ρουφάει, ενώ με τα δάχτυλα τραβούσε τις μακριές πουτσοτριχες που του κάλυπταν τ΄αρχίδια. Η κοντόχοντρη ψωλή δεν ήθελε και πολύ ν΄ανασηκωθεί και να καυλώσει. Τωρα το πουτσοκέφαλο ειχε μεταμορφωθεί σ' ένα τεράστιο μανιτάρι. Ο πούτσος δεν ήταν μεγάλος αλλα ήταν τοσο παχύς και χοντρός που έμοιαζε σαν ένα κορμό δέντρου που ξεπρόβαλε ανάμεσα από ένα θάμνο γεμάτο τρίχες.  «μμμμ τι ωραίο που είναι μοιάζει με άγριο ζωο» Ο "αρκουδος" χαμογελούσε καθώς την έβλεπε να την παίζει και να την ρουφάει. «δεν εχεις ξαναδείς τέτοιο πράμα ε…» 

Η Α. ξάπλωσε ανάσκελα, άνοιξε διαπλατα τα μπούτια και του έδειξε το μουνί της.
«ελα αρκουδάκι μου ελα εδω βαθιά να ζεσταθείς στην καυτή φωλίτσα μου» 
«σου αρέσουν τα αρκουδίσια καυλιά, ε..»
«ναι αρκουδάκι μου, μ' αρεσουν, μ' αρεσουν πολυ»
Ο "αρκούδος" έπεσε πάνω της, τρίβοντας την μισοκαυλομένη ψωλή του στο μουνι της, προσπαθώντας να εισχωρήσει στη σχισμή της, «βάλτο μου…βαλτο μου αρκουδάκι μου, σε παρακαλώ», τον παρότρυνε εκείνη. Τελικά το χοντρό πουτσοκέφαλο έπειτα από αρκετή προσπάθεια κατάφερε και μπήκε στην υγρή μουνότρυπα. Οταν το ένοιωσε να την γεμίζει και να έχει σφηνωθεί για τα καλα μέσα της, άφησε μια κραυγή ευχαρίστησης και αφέθηκε στο γαμήσι του αρκούδου. 

Κοιτούσα τη χοντροκομμένη ψωλή να εξαφανίζετε στο ανοιχτό μουνί της γυναίκας μου και απορούσα πως κατάφερε να χωρέσει,  αλλά την ίδια μάλλον δεν την απασχολούσε, γιατί του φώναζε:
«ετσι μπράβο αρκουδάκι μου…πήδαμε...πήδαμε»
«σ' αρέσει που σε γαμάω στο μουνί παλιό σκρόφα σ΄αρέσει»
«ναι αρκουδάκι μου, μ' αρεσει, μ' αρεσει πολύ, γαμησέ με»
«εισαι μεγάλη καριόλα»
Τωρα αυτό που έβλεπα ήταν ένα παράξενο τριχωτό ζώο που την ειχε σκεπάσει σχεδόν ολόκληρη με το κορμί του και την πηδούσε βαναυσα. Απο εκείνη διακρίνονταν μόνο τα πόδια και τα χέρια, που τον ειχαν γραπώσει στα τριχωτά κωλομερια και τον τράβαγαν σφιχτά πάνω της. Αυτός την έβριζε χυδαία, «σκρόφα, πουτάνα, ψωλού,» ενώ αργά και μεθοδικά με βίαιες ψωλιές την σφυροκοπούσε κι αυτή ικέτευε να την ξεμουνιάσει ολο και περισσότερο. Μέχρι που την άκουσα να ουρλιάζει και να σπαρταράει από ηδονή καθώς έφτανε στο πολυπόθητο οργασμό. 

Στη συνέχεια άλλαξαν στάση ξαπλώνοντας και οι δυο αγκαλιαστά στο πλάι. Αυτος της ανασήκωσε το ενα κωλομέρι και της τον κάρφωσε πισωκολητά «φατην κι απο πίσω, σκροφα να με θυμάσαι» της ελεγε. Το γαμησι τωρα συνεχιζόταν αργά και βασανιστικά και ο "αρκούδος" έδειχνε να εχει μεγάλες αντοχές και να μην βιάζεται. Η Α. πρέπει να είχε ανοίξει υπερβολικά και να πονούσε απο το συνεχές σφυροκόπημα και τον παρακαλούσε να τελειώσει. Με αποτέλεσμα ο "αρκούδος" να αυξάνει προσωρινά τον ρυθμό και μετά να ξαναπέφτει σε «χειμερία νάρκη» ρίχνοντας πάλι αργά τις ψωλιές του. «χύσε με σε παρακαλώ, χύσε στη φωλίτσα μου, δεν αντέχω αλλο αρκουδάκι μου, με ξέσκισες» του έλεγε
Αφου της έριξε ακόμα μερικές δυνατές ψωλιές, ακούγεται να μουγκρίζει και να χύνει επιτέλους.  Οταν τραβήχτηκε απο μέσα της με το προφυλακτικό γεμάτο, κοίταξα την ορθάνοικτη σκοτεινή σπηλιά της που έχασκε μπροστά στα μάτια μου. Το όμορφο, ροδοκόκκινο μουνί και τα πρησμένα τρυφερά της μουνόχειλα ειχαν ανοίξει υπερβολικά και με καλούσαν να το γλυκάνω. Έσκυψα ανάμεσα στα μπούτια της και άρχισα απαλά να το γλύφω και να το χαϊδεύω, προσπαθώντας να το ανακουφίσω από τις ψωλιές του "αρκούδου" που έφαγε.

© Απαγορεύεται η αναδημοσίευση

1 comment:

  1. Τόσο καυλιάρικη ιστορία...

    ReplyDelete